- επιχορηγώ
- subventionner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
επιχορηγώ — επιχορηγώ, επιχορήγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιχορηγώ — (AM ἐπιχορηγῶ, έω) [χορηγώ] παρέχω πρόσθετη ενίσχυση νεοελλ. καταβάλλω ετήσια ή σε τακτά χρονικά διαστήματα οικονομική ενίσχυση σε ιδρύματα ή πρόσωπα αρχ. μσν. χορηγώ, παρέχω («ὁ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εὶς βρῶσιν») αρχ. συμβάλλω … Dictionary of Greek
επιχορηγώ — επιχορήγησα, επιχορηγήθηκα, επιχορηγημένος, μτβ. 1. χορηγώ επιπλέον, παρέχω επιπρόσθετα. 2. δίνω σε ίδρυμα ή σε πρόσωπο ετήσια επιχορήγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριμοδοτώ — Ν επιχορηγώ γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι οικονομικοί στόχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριμ «έκτακτο χρηματικό ποσό» + δοτώ (< δότης < δότης), πρβλ. χρηματο δοτώ] … Dictionary of Greek
υποχορηγώ — έω, Α [χορηγῶ] παρέχω χορηγία, επιχορηγώ («ἡ νῆσος ὑποχορηγεῑ τῇ Ῥώμη... ἕκαστα εὐμαρῶς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek